- πανεθνικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο το έθνος ή αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού έθνους («πανεθνικός εορτασμός»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + εθνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.